- Έβρου, νομός
- Νομός (4.242 τ. χλμ., 149.354 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το βορειοανατολικό άκρο της ελληνικής επικράτειας. Συνορεύει Β με τη Βουλγαρία, ΒΑ και Α με την Τουρκία (Ανατολική Θράκη) με φυσικό όριο τον ποταμό Έβρο, Ν βρέχεται από το Θρακικό πέλαγος και Α συνορεύει με τον νομό Ροδόπης και τη Βουλγαρία. Πρωτεύουσα είναι η Αλεξανδρούπολη (48.885 κάτ., βλ. λ.).
Διοικητική διαίρεση. Ο ν.Έ. περιλαμβάνει τους δήμους Αλεξανδρουπόλεως (52.720 κάτ.), Βύσσας (8.184 κάτ.), Διδυμοτείχου (18.998 κάτ.), Κυπρίνου (2.915 κάτ.), Μεταξάδων (4.486 κάτ.), Ορεστιάδος (21.730 κάτ.), Ορφέα (6.146 κάτ.), Σαμοθράκης (2.723 κάτ.), Σουφλίου (7.519 κάτ.), Τραϊανουπόλεως (3.335 κάτ.), Τριγώνου (6.656 κάτ.), Τυχερού (4.103 κάτ.) και Φερών (9.839 κάτ.).
Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα. Ο ν.Έ., πεδινός κατά το μεγαλύτερο μέρος του, παρουσιάζει ομαλό ανάγλυφο: από τα 4.242 τ. χλμ. της επιφάνειάς του μόνο τα 424 είναι ορεινά, ενώ τα 2.578 είναι πεδινά και τα 1.240 ημιορεινά. Το δυτικό τμήμα του νομού είναι ορεινό, ενώ το ανατολικό γίνεται περισσότερο πεδινό όσο πλησιάζουμε στην κοιλάδα του ποταμού Έβρου. Οι κυριότερες κορυφές της Ροδόπης, από τα Β προς τα Ν, είναι: Σίλο (1.065 μ.), Σάπκα (1.044 μ.), Καλλιθέα (944 μ.) και Επτάδενδρος (794 μ.)· οι τρεις τελευταίες βρίσκονται στα όρια με τον νομό Ροδόπης. Στο εσωτερικό του νομού, στο ύψος του Σουφλίου, βρίσκεται η κορυφή Αντάς (654 μ.), νοτιότερα το Κάψαλο (618 μ.) και στο νοτιοδυτικό τμήμα η κορυφή Τσοπάν (628 μ.). Η μάζα της Ροδόπης επεκτείνεται και στο κεντρικό τμήμα του νομού Έβρου. Το υπόλοιπο ορεινό και ημιορεινό τμήμα του αποτελείται από παλαιοζωικά πετρώματα, ηφαιστειακούς σχηματισμούς (λιπαρίτες, δακίτες, ανδεσίτες, διαβάσεις), ηωκαινικά ιζήματα (κροκαλοπαγή, νουμουλιτικούς ασβεστόλιθους, ψαμμιτομαργαϊκά στρώματα με ενστρώσεις τόφων και κροκαλοπαγών, αργιλικούς σχιστόλιθους), θαλάσσια ιζήματα του νεογενούς και τέλος ποτάμια αποθέματα του τεταρτογενούς. Το βόρειο τμήμα του νομού είναι σχεδόν επίπεδο (πεδιάδα Ορεστιάδας - Διδυμοτείχου), όπως και το ανατολικό, όπου σχηματίζεται η κοιλάδα του Έβρου, που πλαταίνει καθώς ο ποταμός προχωρεί προς τα Ν, για να σχηματίσει στις εκβολές του το λιμνοβαλτώδες δέλτα του. Η ακτή του ν.Έ., αλίμενη και χωρίς κολπώσεις, μόνο Α της Αλεξανδρούπολης παρουσιάζει κάποια ποικιλία (λιμνοθάλασσες Αβγάνων, Δράκοντα, Παλούκια), όπου όμως αλλάζει συνεχώς μορφή εξαιτίας των προσχώσεων του Έβρου και η χέρσος επεκτείνεται μέσα στη θάλασσα.
Σημαντικό υδρογραφικό στοιχείο του νομού αποτελεί ο ποταμός Έβρος (βλ. λ.), στον οποίο καταλήγουν πολλά μικρά υδάτινα ρεύματα και οι δύο βασικοί παραπόταμοί του: ο Άρδας, ο οποίος πηγάζει από τη βουλγαρική πλευρά των ορέων της Κούλας και διαρρέει τον νομό σε όλο το πλάτος του πριν καταλήξει στον Έβρο, και ο Ερυθροπόταμος, ο οποίος πηγάζει από την ίδια κατεύθυνση και περνάει από το Διδυμότειχο πριν φτάσει στον Έβρο. Στην ηφαιστειότητα της περιοχής οφείλονται οι αξιόλογες θερμομεταλλικές πηγές Λουτρών. Όσον αφορά τα μεταλλεύματα, στον ν.Έ υπάρχουν χρωμίτες και μαγγάνια (περιοχή Σουφλίου) και μεικτά θειούχα (μολύβδου-ψευδαργύρου και σιδήρου, περιοχή Κίρκης).
Αξιόλογο σπηλαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το μεγάλο και εντυπωσιακό σπήλαιο Κουφόβουνο, κοντά στο Διδυμότειχο, 3 χλμ. πριν από τον οικισμό Κουφόβουνο. Πρόκειται για παλαιά κοίτη υπόγειου ποταμού, του οποίου τα νερά διέφυγαν από τη σημερινή τεράστια είσοδο του σπηλαίου. Κοντά στο Διδυμότειχο, στην ανατολική πλευρά του υψώματος Καλέ, περίπου 20 μ. από τον Ερυθροπόταμο, βρίσκεται το σπήλαιο Καγιάλι, στο εσωτερικό του οποίου οδηγούν πέντε είσοδοι με πλατείς ή στενούς διαδρόμους, που όλοι καταλήγουν σε έναν μεγάλο θάλαμο. Από εκεί ξεκινούν άλλα διαμερίσματα προς τρεις κατευθύνσεις: η αριστερή σε στενά κατηφορικά περάσματα, η δεξιά σε ανηφορικό πολύ μεγάλο θάλαμο και η κεντρική σε στενό, μακρύ και ελικοειδή διάδρομο με μεγάλη διαπλάτυνση στο κέντρο. Προς το τέλος διανοίγονται δύο τεράστιοι διαδοχικοί και πολύ ανηφορικοί θάλαμοι με πανύψηλες οροφές (περίπου 30 μ.). Το σπήλαιο είναι παλαιά σύνθετη κοίτη υπόγειου ποταμού. Στις οροφές των διαμερισμάτων του, που δεν έχουν σταλακτιτικό διάκοσμο, φαίνεται καθαρά η διαβρωτική ενέργεια των ορμητικών νερών που το διάνοιξαν. Το συνολικό του μήκος φτάνει τα 145 μ. και η έκταση τα 2.000 τ. μ. Στον πρώτο του θάλαμο υπάρχουν σε σωρό θραύσματα από πήλινα αγγεία συγκολλημένα με σταλακτιτική ύλη. Στο χωριό Μάκρη της Αλεξανδρούπολης βρίσκεται σε ύψος 50 μ. από τη θάλασσα, το σπήλαιο του Πολύφημου, που συνδέεται με τη μυθολογία.
Το κλίμα του ν.Έ., ηπειρωτικό με ετήσιο θερμομετρικό εύρος ανώτερο των 20°C, χαρακτηρίζεται από δριμείς χειμώνες και θερμά καλοκαίρια. Το χιόνι είναι συνηθισμένο φαινόμενο κατά την ψυχρή εποχή και το έδαφος παραμένει σκεπασμένο από χιόνι για πολλές ημέρες. Άλλο συνηθισμένο φαινόμενο, επίσης έντονο κατά τη χειμερινή περίοδο, είναι και ο παγετός.
Το ύψος της βροχής, εκτός από τον Δεκέμβριο, είναι μικρό και ελαττώνεται όσο προχωρούμε από τις παράκτιες περιοχές προς το εσωτερικό. Αυτό οφείλεται στο ότι τα αντικυκλωνικά συστήματα, υπό την επίδραση των οποίων βρίσκεται η περιοχή κατά την ψυχρή περίοδο του έτους, μεταφέρουν πολικές ηπειρωτικές ή και αρκτικές μάζες αέρα, πολύ ψυχρές και σχετικά ξηρές. Επίσης, εξαιτίας της αντικυκλωνικής δράσης, οι θερμοκρασίες της χειμερινής περιόδου είναι πολύ χαμηλές: οι απόλυτες ελάχιστες θερμοκρασίες κατέρχονται στους 10°C, περισσότερο υπό το μηδέν στα παράκτια τμήματα και κάτω από τους 15-20°C στα εσωτερικά και βόρεια. Κατά τη θερινή περίοδο, στις εσωτερικές περιοχές του νομού, οι οποίες κατακλύζονται από θερμές και ξηρές ηπειρωτικές μάζες, οι θερμοκρασίες υπερβαίνουν πολλές φορές τους 40°C, ενώ τα παράκτια τμήματα, επειδή επηρεάζονται από τη θάλασσα, δεν παρουσιάζουν πολύ υψηλές θερμοκρασίες. Οι βροχές, οι οποίες τείνουν να κατανεμηθούν ομοιόμορφα κατά τη διάρκεια του έτους, δεν σπανίζουν κατά τη θερμή εποχή. Εκτός από τις βροχές που προέρχονται από υφέσεις, σημειώνονται και θερμικές καταιγίδες. Τα μελτέμια δεν είναι πολύ συχνά στην περιοχή ούτε έντονα, επειδή οι άνεμοι αυτοί μεταφέρουν θερμές και ξηρές μάζες αέρα.
Οικονομία και οικισμοί. Η οικονομία του ν.Έ. βασίζεται κυρίως στη γεωργία και κατά δεύτερο λόγο στην κτηνοτροφία, ενώ η βιομηχανία αναπτύχθηκε μετά το 1990. Καθοριστικός παράγοντας της οικονομίας του νομού είναι ο ποταμός Έβρος και λόγω της επίδρασής του στη σύσταση του εδάφους με τις ύλες που μεταφέρει και λόγω των περιοχών που αρδεύει ή μπορεί να αρδεύσει, αλλά και αρνητικά, λόγω των ζημιών που προκαλεί με τις πλημμύρες του.
Η γεωργία στηρίζεται στην καλλιέργεια σιτηρών κυρίως στις μεγάλες πεδινές εκτάσεις των δήμων Ορεστιάδος και Διδυμοτείχου, οι οποίες καλύπτουν περισσότερο από τα δύο τρίτα της επιφάνειας που καλλιεργείται συνολικά στον ν.Έ. Τα σιτηρά αντιπροσωπεύουν σημαντικό τμήμα της συνολικής αξίας της γεωργικής παραγωγής, η οποία περιλαμβάνει και προϊόντα όπως το σκουπόχορτο (σόργο), ο σπόρος μηδικής, τα πεπόνια και ο ηλίανθος.
Ο ν.Έ. παρουσιάζει και αξιόλογη κτηνοτροφία, ενώ έχει αναπτυχθεί ποσοτικά και ποιοτικά και η κτηνοτροφία μεγάλων ζώων (βοοειδών). Για τον λόγο αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά η καλλιέργεια της μηδικής σε ξερικά εδάφη. Στην περιοχή του Σουφλίου, όπου καλλιεργείται η μουριά, σημαντική είναι η σηροτροφία για την παραγωγή μεταξιού. Χάρη στη δραστηριότητα αυτή, το Σουφλί (βλ. λ.) είναι γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα περίφημα μεταξωτά του.
Τα δάση καλύπτουν περίπου το 29% του εδάφους του ν.Έ., δεν υπάρχει όμως αξιόλογη εκμετάλλευση. Ωστόσο, ξεχωριστή ανάπτυξη παρουσιάζει η καλλιέργεια της λεύκας.
Η αλιεία, που διεξάγεται με κέντρο την Αλεξανδρούπολη, είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη και εκμεταλλεύεται τον αλιευτικό πλούτο του ποταμού Έβρου (ψάρι οξύρυγχος από το οποίο βγαίνει το μαύρο χαβιάρι), του Δέλτα του και του Θρακικού πελάγους.
Οικονομικό, πολιτιστικό και συγκοινωνιακό κέντρο του ν.Έ. είναι η πρωτεύουσά του, Αλεξανδρούπολη. Επίσης, μεγάλο ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η Σαμοθράκη. Ακολουθούν άλλες τρεις πόλεις, που αποτελούν έδρες και οικονομικά κέντρα των δήμων του, στη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης - Κωνσταντινούπολης. Το Σουφλί (4.258 κάτ., έδρα του δήμου Σουφλίου), πόλη που βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν του νομού και είναι χτισμένη σε έναν λόφο κοντά στις όχθες του ποταμού Έβρου, αποτελεί αξιόλογο εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο παραγωγής και επεξεργασίας μεταξιού. Βορειότερα, χτισμένο αμφιθεατρικά στη δεξιά όχθη του Έβρου, βρίσκεται το ιστορικό Διδυμότειχο (8.799 κάτ., έδρα του δήμου Διδυμοτείχου). Ονομάστηκε έτσι από τα Δίδυμα τείχη που περιβάλλουν τον λόφο, στον οποίο είναι χτισμένο το σημαντικό βυζαντινό κάστρο του. Μισοκατεστραμμένο σήμερα το κάστρο αυτό, έχει αξιόλογη ιστορία εξαιτίας του σημαντικού ρόλου που διαδραμάτισε κατά τους τελευταίους αιώνες πριν από την Άλωση και περιλαμβάνει αξιόλογα βυζαντινά και τουρκικά κτίσματα. Διάδοχος κατά έναν τρόπο της ρωμαϊκής Πλατινούπολης, το Διδυμότειχο υπήρξε πατρίδα του Ιωάννη Βατάτζη. Επίσης, εκεί αναγορεύτηκε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Καντακουζηνός (1341) και το διατήρησε ως έδρα του για περίπου έξι χρόνια. Οι Τούρκοι σουλτάνοι το χρησιμοποιούσαν ως τόπο διαμονής. Εκεί γεννήθηκε ο Βαγιαζήτ Α’ (1347) και εκεί έμεινε για περίπου δύο χρόνια (1713-14) αιχμάλωτος των Τούρκων ο βασιλιάς της Σουηδίας, Κάρολος IB’. Βορειότερα βρίσκεται η Ορεστιάδα (15.246 κάτ., έδρα του δήμου Ορεστιάδος), πόλη που δημιουργήθηκε μετά την ανταλλαγή των ελληνοτουρκικών πληθυσμών (1923) και σήμερα αποτελεί αξιόλογο οικονομικό κέντρο.
Άλλοι οικισμοί του ν.Έ είναι η Αισύμη (289 κάτ.), τουριστικό και παραθεριστικό κέντρο, 23 χλμ. από την Αλεξανδρούπολη, ο Λουτρός (1.049 κάτ.), όπου βρίσκονται και τα λουτρά Τραϊανούπολης με τις αξιόλογες θερμομεταλλικές πηγές, η Μάκρη (820 κάτ.), παράλιο παραθεριστικό κέντρο στην οδό Αλεξανδρούπολης-Κομοτηνής, οι Φέρες (5.206 κάτ.), στην οδό Αλεξανδρούπολης-Σουφλίου, κοντά στο Δέλτα του Έβρου, η Δαδιά (800 κάτ.), γνωστή για το ομώνυμο δάσος που αποτελεί Περιοχή Ειδικής Προστασίας κ.ά.
Το πιο αξιόλογο μνημείο της βυζαντινής εποχής στον ν.Έ. είναι η μονή Κοσμοσώτειρας (σήμερα ναός Αγίας Σοφίας), που βρίσκεται στη σημερινή κωμόπολη Φέρες κοντά στον ποταμό Έβρο, όπου τοποθετείται σχεδόν με βεβαιότητα η μεσαιωνική πόλη Βήρα. Ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να δει τα σημαντικά λείψανα μίας βυζαντινής μονής: υπολείμματα από έναν οχυρωμένο περίβολο με πύργους, ένα υδραγωγείο και κυρίως το ακέραιο καθολικό της μονής, που ταυτίζεται με τη μονή της Κοσμοσώτειρας που ίδρυσε ο σεβαστοκράτορας Ισαάκιος Άγγελος Κομνηνός (1152). Ο ναός (20 x 17,50 μ.) ανήκει στον τύπο του λεγόμενου δικιονίου πεντάτρουλου σταυροειδούς χωρίς νάρθηκα. Ο κεντρικός μεγάλος δωδεκάπλευρος και οι τέσσερις μικρότεροι οκτάπλευροι τρούλοι στις γωνίες έχουν τα γείσα οριζόντια, ενώ οι τέσσερις κεραίες απολήγουν σε επιβλητικές τοξωτές στέγες. Την ανατολική πλευρά στολίζουν κόγχες. Ο εσωτερικός χώρος, πάμφωτος από τα πολλά και μεγάλα παράθυρα, έχει ενότητα, καθώς κυριαρχείται από τον ευρύ μεγαλοπρεπή τρούλο και δεν διασπάται από τα δυτικά στηρίγματα της στέγης, που έχουν αναλυθεί σε δίδυμες κολόνες. Τόσο ο τύπος όσο και ο τρόπος κατασκευής του πριγκιπικού αυτού ναού, και κυρίως η εξαίρετη αισθητική ποιότητα, εντάσσουν το μνημείο στον αυτοκρατορικό κύκλο της πρωτεύουσας. Το ίδιο και οι έξοχες τοιχογραφίες που κοσμούν τους τοίχους, σύγχρονες με το κτίριο.
Ο φάρος, γνωστό αξιοθέατο της Αλεξανδρούπολης, στον νομό Έβρου.
Το εσωτερικό μιας σπηλαιοκατοικίας στο Διδυμότειχο του νομού Έβρου.
Η νοτιοανατολική πλευρά της αρχαίας ακρόπολης Καλέ του Διδυμοτείχου.
Μερική άποψη του Διδυμοτείχου.
Ο ποταμός Άρδας, παραπόταμος του Έβρου, διαρρέει όλο τον νομό Έβρου (φωτ. ΑΠΕ).
Το χωριό Σαμοθράκη, πρωτεύουσα του ομώνυμου νησιού που βρίσκεται στο νομό Έβρου. Χτίστηκε στα βυζαντινά χρόνια.
Dictionary of Greek. 2013.